- μαϊτάπι
- τό1) насмешка;
τον πήρανε στο μαϊτάπι — его высмеяли, его подняли на смех;
2) фейерверк (небольшой)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τον πήρανε στο μαϊτάπι — его высмеяли, его подняли на смех;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαϊτάπι — το 1. μικρό πυροτέχνημα που παράγει χρωματιστό φως 2. φρ. «τόν πήρανε στο μαϊτάπι» τόν κοροϊδεύουν, τόν εμπαίζουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. maitap] … Dictionary of Greek